- γενέσιος
- -ον (AM γενέσιος, -ον) [γενέτης]το ουδ. ως ουσ. η επέτειος τής γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών τού παρελθόντος («το Γενέσιον τού Προδρόμου», «τα Γενέσια τής Θεοτόκου»)μσν.το ουδ. ως ουσ. η γέννησηαρχ.1. (για θεό) ο προστάτης ενός γένους, ο γενέθλιος θεός2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση κάποιου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ Γενέσιοντέμενος τού Ποσειδώνος κοντά στη Λέρνη4. τὰ Γενέσιαονόματα αρχαίων εορτών προς τιμήν τών νεκρών.
Dictionary of Greek. 2013.